σταχτερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταχτερός | η | σταχτερή | το | σταχτερό |
| γενική | του | σταχτερού | της | σταχτερής | του | σταχτερού |
| αιτιατική | τον | σταχτερό | τη | σταχτερή | το | σταχτερό |
| κλητική | σταχτερέ | σταχτερή | σταχτερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταχτεροί | οι | σταχτερές | τα | σταχτερά |
| γενική | των | σταχτερών | των | σταχτερών | των | σταχτερών |
| αιτιατική | τους | σταχτερούς | τις | σταχτερές | τα | σταχτερά |
| κλητική | σταχτεροί | σταχτερές | σταχτερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταχτερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σταχτερός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σταχτερός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.