καταστροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταστροφή οι καταστροφές
      γενική της καταστροφής των καταστροφών
    αιτιατική την καταστροφή τις καταστροφές
     κλητική καταστροφή καταστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταστροφή < (ελληνιστική κοινή) καταστροφή "ξέκαμα" < αρχαία ελληνική καταστροφή

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.stɾoˈfi/

Ουσιαστικό

καταστροφή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρέφω
    • πρόκληση καθολικής ή πολύ μεγάλης φθοράς σε αντικείμενο ή πρόσωπο
    η πυρκαγιά προκάλεσε τεράστιες καταστροφές
    • φαινόμενο ή γεγονός που προκαλεί μεγάλη φθορά ή αλλοίωση σε αντικείμενο ή πρόσωπο
    η περιοχή χτυπήθηκε από σεισμούς και άλλες φυσικές καταστροφές
    αυτός ο άνθρωπος ήταν η καταστροφή της
  2. η αποτυχία
    αν δεν οργανωθούμε σήμερα, αύριο θα αντιμετωπίζουμε την καταστροφή
    από παιδί ήταν σκέτη καταστροφή
  3. (αρχαΐζουσα, σπάνια) στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, η λύση της πλοκής

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταστροφή < κατά + στρέφω

Ουσιαστικό

  1. ανατροπή, καθυπόταξη
  2. στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, η λύση της πλοκής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.