καταστροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταστροφή | οι | καταστροφές |
| γενική | της | καταστροφής | των | καταστροφών |
| αιτιατική | την | καταστροφή | τις | καταστροφές |
| κλητική | καταστροφή | καταστροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταστροφή < (ελληνιστική κοινή) καταστροφή "ξέκαμα" < αρχαία ελληνική καταστροφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.stɾoˈfi/
Ουσιαστικό
καταστροφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρέφω
- πρόκληση καθολικής ή πολύ μεγάλης φθοράς σε αντικείμενο ή πρόσωπο
- η πυρκαγιά προκάλεσε τεράστιες καταστροφές
- φαινόμενο ή γεγονός που προκαλεί μεγάλη φθορά ή αλλοίωση σε αντικείμενο ή πρόσωπο
- η περιοχή χτυπήθηκε από σεισμούς και άλλες φυσικές καταστροφές
- αυτός ο άνθρωπος ήταν η καταστροφή της
- η αποτυχία
- αν δεν οργανωθούμε σήμερα, αύριο θα αντιμετωπίζουμε την καταστροφή
- (κατ’ επέκταση) ο αποτυχημένος, ο αδέξιος
- από παιδί ήταν σκέτη καταστροφή
- (αρχαΐζουσα, σπάνια) στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, η λύση της πλοκής
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
καταστροφή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
- ανατροπή, καθυπόταξη
- στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, η λύση της πλοκής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.