τέφρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τέφρα | οι | τέφρες |
| γενική | της | τέφρας | των | τεφρών |
| αιτιατική | την | τέφρα | τις | τέφρες |
| κλητική | τέφρα | τέφρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέφρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέφρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰegʷʰ- (καίω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.fɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐φρα
- τονικό παρώνυμο: τεφρά
Ουσιαστικό
τέφρα θηλυκό
- η στάχτη
- ό,τι απομένει μετά την αποτέφρωση ενός νεκρού, η σποδός
- ηφαιστειακή τέφρα: ηφαιστειακό υλικό (μάγμα) που εκτινάσσεται ψηλά στον αέρα και στερεοποιείται σε σκόνη, η ηφαιστειακή σποδός
Συγγενικά
- αποτεφρωμένος
- αποτεφρώνω
- αποτέφρωση
- αποτεφρωτήρας
- αποτεφρωτήριο
- αποτεφρωτικός
- γαλαζότεφρος
- πυρότεφρος
- σιδηρότεφρος
- τεφρά
- τεφρογάλαζος
- τεφροδοχείο
- τεφροδόχη
- τεφροδόχος
- τεφροειδής
- τεφροκόκκινος
- τεφροκύανος
- τεφρόλευκος
- τεφρόμαυρος
- τεφρομέλας
- τεφρομυελίτιδα
- τεφρόξανθος
- τεφροποιημένος
- τεφροποιώ
- τεφρορόδινος
- τεφρός
- τεφροσύρτης
- τεφροφυλάκιο
- τεφρόχρωμος
- τεφρώδης
- τεφρώνω
- υπότεφρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τέφρᾱ | αἱ | τέφραι |
| γενική | τῆς | τέφρᾱς | τῶν | τεφρῶν |
| δοτική | τῇ | τέφρᾳ | ταῖς | τέφραις |
| αιτιατική | τὴν | τέφρᾱν | τὰς | τέφρᾱς |
| κλητική ὦ! | τέφρᾱ | τέφραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέφρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τέφραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέφρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰegʷʰ- (καίω)
- επικός & ιωνικός τύπος : τέφρη
Συγγενικά
- ἀποτεφρόω
- ἄτεφρος
- ἐκτεφρόω
- ἐκτέφρωσις
- ἔντεφρος
- κατατεφρόω
- κυκησίτεφρος (ανακατεμένος με τέφρα)
- συναποτεφρόω
- τεφραῖος
- τεφρακός
- τεφράς
- τεφρήεις
- τέφρινος
- τεφρίζω
- τεφροειδής
- τεφρός
- τεφρώδης
- τέφρωσις
- ὑπότεφρος
Πηγές
- τέφρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέφρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.