στάχτιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στάχτιασμα | τα | σταχτιάσματα |
| γενική | του | σταχτιάσματος | των | σταχτιασμάτων |
| αιτιατική | το | στάχτιασμα | τα | σταχτιάσματα |
| κλητική | στάχτιασμα | σταχτιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
στάχτιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.