στάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στάζω
Ρήμα
στάζω, αόρ.: έσταξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για υγρό) πέφτω σε πολύ μικρές ποσότητες και σιγά σιγά
- ※ Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) (για αντικείμενο) πέφτει ή εκκρίνεται σιγά σιγά υγρό που περιέχεται στο αντικείμενο ή που βρίσκεται πίσω από αυτό
- ↪ Πάλι στάζει η βρύση.
- (συνεκδοχικά) (για πρόσωπο) ρίχνω κάποιο υγρό σε μικρές ποσότητες
- ↪ Στάζουμε μερικές σταγόνες λάδι στο τηγάνι.
- (λαϊκότροπο) πληρώνω
- ↪ Στάξε τώρα και δυο χιλιάρικα για τα υλικά!
- τρατάρω
- ↪ Έλα γυναίκα, στάξε μας να πιούμε λίγη ρακή.
Εκφράσεις
- έχω (κάποιον) μη βρέξει και μη στάξει
- σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου
- στάζει μέλι (η γλώσσα μου)
- στάζει φαρμάκι (η γλώσσα μου)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σταζ-, σταγ-
σταζ-, σταγ-
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
στάζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | στάζω | στάζομαι |
| Παρατατικός | ἔσταζον | ἐσταζόμην |
| Μέλλοντας | στάξω | στάξομαι & σταχθήσομαι |
| Αόριστος | ἔσταξα | ἐσταξάμην & ἐστάχθην/ἐστάγην |
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
Ρήμα
στάζω
- στάζω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 179 (179-183 Πάροδος) Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- στάζει δ’ ἔν θ’ ὕπνῳ πρὸ καρδίας
μνησιπήμων πόνος: καὶ παρ’ ἄ-
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων. - στάζει τον πόνο, που θυμίζει / με τρόμο τα παθήματά μας / κι αθέλητα μας συνετίζει. / μα αλήθεια, χάρη ᾽ναι και μόνο / που κυβερνούν μ᾽ αυστηροσύνη / οι θεοί τον κόσμο απ᾽ το ψηλό τους θρόνο.
- ΣτΕ. Αγγλική μετάφραση απήγγειλε σε προεκλογική του συγκέντρωση ο Ρόμπερτ Κέννεντυ το 1968 καθώς ανακοίνωνε την είδηση της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.[2]
- στάζει δ’ ἔν θ’ ὕπνῳ πρὸ καρδίας
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 179 (179-183 Πάροδος) Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
Συνώνυμα
- σταλάω
- σταλάσσω
Αντώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σταζ-, σταγ-
σταζ-, σταγ-
Σύνθετα
- διαστάζω
- ἐκστάζω
- ἐνστάζω
- ἐπιστάζω
- καταστάζω
- παραστάζω
- περιστάζω
- ποτιστάζω
- ὑποστάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- video@youtube 0'41'' ο Ρόμπερτ Κέννεντυ απαγγέλλει Αισχύλο, 1968. πρόσβαση:2021.03.15., βίντεο του ιδρύματος Robert F. Kennedy Human Rights.
Πηγές
- στάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.