σταχτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταχτώνω < μεσαιωνική ελληνική στακτόω[1] < αρχαία ελληνική στακτός

Ρήμα

σταχτώνω (παθητική φωνή: σταχτώνομαι)

  1. γεμίζω ή λερώνω με στάχτη
  2. εφαρμόζω σταχτί χρώμα σε κάτι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

  1. στακτόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.