σταχτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταχτώνω < μεσαιωνική ελληνική στακτόω[1] < αρχαία ελληνική στακτός
Συγγενικά
- αποσταχτωμένος
- στάχτωμα
- σταχτωμένος
- σταχτωπός
- → δείτε τη λέξη στάχτη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταχτώνω | στάχτωνα | θα σταχτώνω | να σταχτώνω | σταχτώνοντας | |
| β' ενικ. | σταχτώνεις | στάχτωνες | θα σταχτώνεις | να σταχτώνεις | στάχτωνε | |
| γ' ενικ. | σταχτώνει | στάχτωνε | θα σταχτώνει | να σταχτώνει | ||
| α' πληθ. | σταχτώνουμε | σταχτώναμε | θα σταχτώνουμε | να σταχτώνουμε | ||
| β' πληθ. | σταχτώνετε | σταχτώνατε | θα σταχτώνετε | να σταχτώνετε | σταχτώνετε | |
| γ' πληθ. | σταχτώνουν(ε) | στάχτωναν σταχτώναν(ε) |
θα σταχτώνουν(ε) | να σταχτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στάχτωσα | θα σταχτώσω | να σταχτώσω | σταχτώσει | ||
| β' ενικ. | στάχτωσες | θα σταχτώσεις | να σταχτώσεις | στάχτωσε | ||
| γ' ενικ. | στάχτωσε | θα σταχτώσει | να σταχτώσει | |||
| α' πληθ. | σταχτώσαμε | θα σταχτώσουμε | να σταχτώσουμε | |||
| β' πληθ. | σταχτώσατε | θα σταχτώσετε | να σταχτώσετε | σταχτώστε | ||
| γ' πληθ. | στάχτωσαν σταχτώσαν(ε) |
θα σταχτώσουν(ε) | να σταχτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σταχτώσει | είχα σταχτώσει | θα έχω σταχτώσει | να έχω σταχτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σταχτώσει | είχες σταχτώσει | θα έχεις σταχτώσει | να έχεις σταχτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σταχτώσει | είχε σταχτώσει | θα έχει σταχτώσει | να έχει σταχτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταχτώσει | είχαμε σταχτώσει | θα έχουμε σταχτώσει | να έχουμε σταχτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σταχτώσει | είχατε σταχτώσει | θα έχετε σταχτώσει | να έχετε σταχτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σταχτώσει | είχαν σταχτώσει | θα έχουν σταχτώσει | να έχουν σταχτώσει |
| |
Μεταφράσεις
σταχτώνω
|
|
Πηγές
- σταχτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σταχτώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
- στακτόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.