σταχτωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταχτωμένος η σταχτωμένη το σταχτωμένο
      γενική του σταχτωμένου της σταχτωμένης του σταχτωμένου
    αιτιατική τον σταχτωμένο τη σταχτωμένη το σταχτωμένο
     κλητική σταχτωμένε σταχτωμένη σταχτωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταχτωμένοι οι σταχτωμένες τα σταχτωμένα
      γενική των σταχτωμένων των σταχτωμένων των σταχτωμένων
    αιτιατική τους σταχτωμένους τις σταχτωμένες τα σταχτωμένα
     κλητική σταχτωμένοι σταχτωμένες σταχτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

σταχτωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σταχτωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.