παραπλάνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραπλάνηση | οι | παραπλανήσεις |
| γενική | της | παραπλάνησης* | των | παραπλανήσεων |
| αιτιατική | την | παραπλάνηση | τις | παραπλανήσεις |
| κλητική | παραπλάνηση | παραπλανήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραπλανήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.