υπόλειμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόλειμμα τα υπολείμματα
      γενική του υπολείμματος των υπολειμμάτων
    αιτιατική το υπόλειμμα τα υπολείμματα
     κλητική υπόλειμμα υπολείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόλειμμα < αρχαία ελληνική ὑπόλειμμα < ὑπολείπω < λείπω

Ουσιαστικό

υπόλειμμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.