σελίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σελίδα | οι | σελίδες |
| γενική | της | σελίδας | των | σελίδων |
| αιτιατική | τη | σελίδα | τις | σελίδες |
| κλητική | σελίδα | σελίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σελίδα< αρχαία ελληνική σελίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈli.ða/
Ουσιαστικό
.JPG.webp)
τυπωμένη σελίδα βιβλίου
σελίδα θηλυκό
- καθεμία από τις δύο όψεις ενός φύλλου χαρτιού, πάνω στο οποίο έχει γραφτεί ή τυπωθεί κάτι
- απομίμηση μιας αληθινής σελίδας στην οθόνη του υπολογιστή
- (διαδίκτυο) αρχείο που αναπτύσσεται μέσω ενός διαδικτυακού προτύπου από ένα απομακρυσμένο υπολογιστή στην οθόνη ενός τοπικού υπολογιστή και περιέχει σταθερές ή κινούμενες εικόνες, κείμενο, ήχο, γραφικά κ.λπ.
- (πληροφορική) page: τμήμα ενιαίας (συνεχόμενης) μνήμης που το μέγεθός της είναι συγκεκριμένο και εξαρτάται από τον σχεδιασμό του υπολογιστικού συστήματος [1]
Εκφράσεις
- αλλάζω / γυρίζω σελίδα: αλλάζω συμπεριφορά και διάθεση
- ανοίγω νέα σελίδα: αρχίζω κάτι νέο
- αντικρυστές σελίδες: δύο σελίδες, η μία απέναντι στην άλλη
- μελανή / μαύρη σελίδα: δυσάρεστο γεγονός ή χρονική περίοδος
- χρυσή σελίδα: ευχάριστο γεγονός ή ένδοξη χρονική περίοδος
Μεταφράσεις
σελίδα
|
Αναφορές
- Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 24. Πρόσβαση 2020-12-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.