σελίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελίδα οι σελίδες
      γενική της σελίδας των σελίδων
    αιτιατική τη σελίδα τις σελίδες
     κλητική σελίδα σελίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σελίδα< αρχαία ελληνική σελίς

Προφορά

ΔΦΑ : /seˈli.ða/

Ουσιαστικό

τυπωμένη σελίδα βιβλίου

σελίδα θηλυκό

  1. καθεμία από τις δύο όψεις ενός φύλλου χαρτιού, πάνω στο οποίο έχει γραφτεί ή τυπωθεί κάτι
  2. απομίμηση μιας αληθινής σελίδας στην οθόνη του υπολογιστή
  3. (διαδίκτυο) αρχείο που αναπτύσσεται μέσω ενός διαδικτυακού προτύπου από ένα απομακρυσμένο υπολογιστή στην οθόνη ενός τοπικού υπολογιστή και περιέχει σταθερές ή κινούμενες εικόνες, κείμενο, ήχο, γραφικά κ.λπ.
  4. (πληροφορική) page: τμήμα ενιαίας (συνεχόμενης) μνήμης που το μέγεθός της είναι συγκεκριμένο και εξαρτάται από τον σχεδιασμό του υπολογιστικού συστήματος [1]

Εκφράσεις

  • αλλάζω / γυρίζω σελίδα: αλλάζω συμπεριφορά και διάθεση
  • ανοίγω νέα σελίδα: αρχίζω κάτι νέο
  • αντικρυστές σελίδες: δύο σελίδες, η μία απέναντι στην άλλη
  • μελανή / μαύρη σελίδα: δυσάρεστο γεγονός ή χρονική περίοδος
  • χρυσή σελίδα: ευχάριστο γεγονός ή ένδοξη χρονική περίοδος

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 24. Πρόσβαση 2020-12-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.