ιστοσελίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστοσελίδα οι ιστοσελίδες
      γενική της ιστοσελίδας των ιστοσελίδων
    αιτιατική την ιστοσελίδα τις ιστοσελίδες
     κλητική ιστοσελίδα ιστοσελίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστοσελίδα < ιστο- + σελίδα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική webpage

Προφορά

ΔΦΑ : /i.sto.seˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιστοσελίδα

Ουσιαστικό

ιστοσελίδα θηλυκό

  • (διαδίκτυο) ένα από τα τεκμήρια του Παγκόσμιου Ιστού, στην απλούστερη περίπτωση ένα αρχείο HTML, που μπορεί να περιέχει κείμενα, εικόνες, ήχους, συνδέσμους προς άλλα τεκμήρια κ.λπ.
      Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες επιτυχίας για μια ιστοσελίδα, είναι το να γράφουμε υψηλής ποιότητας άρθρα, σε τακτική βάση. [1]

Σύνθετα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Άγγελος Κυρίτσης, Ο Μόνος Σωστός Τρόπος Για Αντιγραφή Άρθρων από άλλα Site, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2020-06-17. Αρχειοθέτηση 2019-08-29. Προσπέλαση 2020-07-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.