σελιδαρίθμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σελιδαρίθμηση | οι | σελιδαριθμήσεις |
| γενική | της | σελιδαρίθμησης | των | σελιδαριθμήσεων |
| αιτιατική | τη | σελιδαρίθμηση | τις | σελιδαριθμήσεις |
| κλητική | σελιδαρίθμηση | σελιδαριθμήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σελιδαρίθμηση θηλυκό
- αρίθμηση σελίδων, ο τρόπος αρίθμησης των σελίδων κατά τη σελιδοποίηση
Μεταφράσεις
σελιδαρίθμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.