αρχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρχείο | τα | αρχεία |
| γενική | του | αρχείου | των | αρχείων |
| αιτιατική | το | αρχείο | τα | αρχεία |
| κλητική | αρχείο | αρχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αρχειοθήκη.
Εικονίδιο νέου αρχείου.
Ετυμολογία
- αρχείο < αρχαία ελληνική ἀρχεῖον (χώρος διαμονής αξιωματούχων)[1]
- για τη «συλλογή εγγράφων»: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική archives (πληθυντικός του archive)
- για την πληροφορική: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική file
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈçi.o/
Ουσιαστικό
αρχείο ουδέτερο
- ιδιωτική ή δημόσια συλλογή εγγράφων ή άλλων αντικειμένων που φυλάσσονται για λόγους πρακτικούς, επιστημονικούς ή συναισθηματικούς
- λεξικογραφικό αρχείο
- ο χώρος όπου συγκεντρώνονται και φυλάσσονται τέτοιου είδους συλλογές
- βάζω μια υπόθεση στο αρχείο
- (πληροφορική)
- συλλογή αποθηκευμένων ομοειδών πληροφοριών, οι οποίες μπορεί να είναι δεδομένα ή προγράμματα — κάθε αρχείο έχει όνομα, επέκταση, μέγεθος, ημερομηνία και ώρα δημιουργίας και τροποποίησης.
- τα αρχεία ενός υπολογιστή διακρίνονται σε αρχεία δεδομένων και εκτελέσιμα
- έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή
- συλλογή αποθηκευμένων ομοειδών πληροφοριών, οι οποίες μπορεί να είναι δεδομένα ή προγράμματα — κάθε αρχείο έχει όνομα, επέκταση, μέγεθος, ημερομηνία και ώρα δημιουργίας και τροποποίησης.
Σύνθετα
- αρχειοθετώ
- αρχειοθέτηση
- αρχειοθέτης
- αρχειοθέτρια
- αρχειακός
- αρχειοθήκη
- αρχειομαρξισμός
- αρχειονομία
- αρχειοφυλακείο
- αρχειοφυλάκιο
Υπώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- ηλεκτρονικό έγγραφο
- πλήρες αρχείο αναφορών της λέξης αρχείο στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αρχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.