αρχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχείο τα αρχεία
      γενική του αρχείου των αρχείων
    αιτιατική το αρχείο τα αρχεία
     κλητική αρχείο αρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρχειοθήκη.
Εικονίδιο νέου αρχείου.

Ετυμολογία

αρχείο < αρχαία ελληνική ἀρχεῖον (χώρος διαμονής αξιωματούχων)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈçi.o/

Ουσιαστικό

αρχείο ουδέτερο

  1. ιδιωτική ή δημόσια συλλογή εγγράφων ή άλλων αντικειμένων που φυλάσσονται για λόγους πρακτικούς, επιστημονικούς ή συναισθηματικούς
    λεξικογραφικό αρχείο
  2. ο χώρος όπου συγκεντρώνονται και φυλάσσονται τέτοιου είδους συλλογές
    βάζω μια υπόθεση στο αρχείο
  3. (πληροφορική)
    1. συλλογή αποθηκευμένων ομοειδών πληροφοριών, οι οποίες μπορεί να είναι δεδομένα ή προγράμματα — κάθε αρχείο έχει όνομα, επέκταση, μέγεθος, ημερομηνία και ώρα δημιουργίας και τροποποίησης.
      τα αρχεία ενός υπολογιστή διακρίνονται σε αρχεία δεδομένων και εκτελέσιμα
    2. έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή

Σύνθετα

Υπώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.