σελιδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σελιδοποίηση | οι | σελιδοποιήσεις |
| γενική | της | σελιδοποίησης* | των | σελιδοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | σελιδοποίηση | τις | σελιδοποιήσεις |
| κλητική | σελιδοποίηση | σελιδοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σελιδοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σελιδοποίηση θηλυκό
- ο (προ)καθορισμός της μορφής που θα έχει μια σελίδα με κείμενο και εικόνες, όταν εμφανίζεται σε κάποια οθόνη ή όταν εκτυπώνεται
- (πληροφορική) paging: η τεχνική του διαμοιρασμού των δεδομένων όπως αυτά είναι αποθηκευμένα στην δευτερεύουσα μνήμη σε σελίδες (pages) και την μετακίνησή τους μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας, επειδή η κύρια μνήμη έχει περιορισμένο χώρο σε σχέση με τον όγκο των δεδομένων στη δευτερεύουσα μνήμη [1]
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σελιδοποιώ, σελίδα και ποιώ
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) αρχείο σελιδοποίησης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 24. Πρόσβαση 2020-12-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.