σελιδοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σελιδοθέτης | οι | σελιδοθέτες |
| γενική | του | σελιδοθέτη | των | σελιδοθετών |
| αιτιατική | τον | σελιδοθέτη | τους | σελιδοθέτες |
| κλητική | σελιδοθέτη | σελιδοθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σελιδοθέτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.li.ðoˈθe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λι‐δο‐θέ‐της
Ουσιαστικό
σελιδοθέτης αρσενικό
- ορθογώνια σιδερένια πλάκα που χρησιμοποιούνταν για την στοιχειοθέτηση των έντυπων[1]
Μεταφράσεις
σελιδοθέτης
|
|
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.