σελιδοθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελιδοθέτης οι σελιδοθέτες
      γενική του σελιδοθέτη των σελιδοθετών
    αιτιατική τον σελιδοθέτη τους σελιδοθέτες
     κλητική σελιδοθέτη σελιδοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σελιδοθέτης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /se.li.ðoˈθe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σελιδοθέτης

Ουσιαστικό

σελιδοθέτης αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.