σελιδοδείκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελιδοδείκτης οι σελιδοδείκτες
      γενική του σελιδοδείκτη των σελιδοδεικτών
    αιτιατική τον σελιδοδείκτη τους σελιδοδείκτες
     κλητική σελιδοδείκτη σελιδοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βιβλίο με σελιδοδείκτη

Ετυμολογία

σελιδοδείκτης < σελίδ(α) + -ο- + δείκτης

Ουσιαστικό

σελιδοδείκτης και σελιδοδείχτης αρσενικό

  1. αντικείμενο που επιτρέπει στον αναγνώστη ενός βιβλίου να ξαναβρεί εύκολα τη σελίδα που διάβαζε
  2. (πληροφορική) (διαδίκτυο) ορόσημο που επιτρέπει την εύκολη επιστροφή σε μια ιστοσελίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.