-σέλιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -σέλιδος η -σέλιδη το -σέλιδο
      γενική του -σέλιδου της -σέλιδης του -σέλιδου
    αιτιατική τον -σέλιδο τη(ν) -σέλιδη το -σέλιδο
     κλητική -σέλιδε -σέλιδη -σέλιδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -σέλιδοι οι -σέλιδες τα -σέλιδα
      γενική των -σέλιδων των -σέλιδων των -σέλιδων
    αιτιατική τους -σέλιδους τις -σέλιδες τα -σέλιδα
     κλητική -σέλιδοι -σέλιδες -σέλιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-σέλιδος < θέμα σελιδ- του σελίς > σελίδα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈse.li.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σέλιδος

Επίθημα

-σέλιδος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σέλιδος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -σέλιδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.