σελιδοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.li.ðo.piˈo/
Ρήμα
σελιδοποιώ {παθητικό: σελιδοποιούμαι)
Συγγενικά
- σελιδοποιημένος
- σελιδοποίηση
- σελιδοποιητής
- σελιδοποιητικά
- σελιδοποιητικός
- σελιδοποιός
- → δείτε τις λέξεις σελίδα και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σελιδοποιώ | σελιδοποιούσα | θα σελιδοποιώ | να σελιδοποιώ | σελιδοποιώντας | |
| β' ενικ. | σελιδοποιείς | σελιδοποιούσες | θα σελιδοποιείς | να σελιδοποιείς | (σελιδοποίει) | |
| γ' ενικ. | σελιδοποιεί | σελιδοποιούσε | θα σελιδοποιεί | να σελιδοποιεί | ||
| α' πληθ. | σελιδοποιούμε | σελιδοποιούσαμε | θα σελιδοποιούμε | να σελιδοποιούμε | ||
| β' πληθ. | σελιδοποιείτε | σελιδοποιούσατε | θα σελιδοποιείτε | να σελιδοποιείτε | σελιδοποιείτε | |
| γ' πληθ. | σελιδοποιούν(ε) | σελιδοποιούσαν(ε) | θα σελιδοποιούν(ε) | να σελιδοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σελιδοποίησα | θα σελιδοποιήσω | να σελιδοποιήσω | σελιδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | σελιδοποίησες | θα σελιδοποιήσεις | να σελιδοποιήσεις | σελιδοποίησε | ||
| γ' ενικ. | σελιδοποίησε | θα σελιδοποιήσει | να σελιδοποιήσει | |||
| α' πληθ. | σελιδοποιήσαμε | θα σελιδοποιήσουμε | να σελιδοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | σελιδοποιήσατε | θα σελιδοποιήσετε | να σελιδοποιήσετε | σελιδοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | σελιδοποίησαν σελιδοποιήσαν(ε) |
θα σελιδοποιήσουν(ε) | να σελιδοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σελιδοποιήσει | είχα σελιδοποιήσει | θα έχω σελιδοποιήσει | να έχω σελιδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σελιδοποιήσει | είχες σελιδοποιήσει | θα έχεις σελιδοποιήσει | να έχεις σελιδοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σελιδοποιήσει | είχε σελιδοποιήσει | θα έχει σελιδοποιήσει | να έχει σελιδοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σελιδοποιήσει | είχαμε σελιδοποιήσει | θα έχουμε σελιδοποιήσει | να έχουμε σελιδοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σελιδοποιήσει | είχατε σελιδοποιήσει | θα έχετε σελιδοποιήσει | να έχετε σελιδοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σελιδοποιήσει | είχαν σελιδοποιήσει | θα έχουν σελιδοποιήσει | να έχουν σελιδοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.