ενιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενιαίος η ενιαία το ενιαίο
      γενική του ενιαίου της ενιαίας του ενιαίου
    αιτιατική τον ενιαίο την ενιαία το ενιαίο
     κλητική ενιαίε ενιαία ενιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενιαίοι οι ενιαίες τα ενιαία
      γενική των ενιαίων των ενιαίων των ενιαίων
    αιτιατική τους ενιαίους τις ενιαίες τα ενιαία
     κλητική ενιαίοι ενιαίες ενιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενιαίος < αρχαία ελληνική ἑνιαῖος

Επίθετο

ενιαίος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.