πρωτό-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωτό- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτό- < πρῶτο(ς) → δείτε και τη λέξη πρωτο-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτό- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- πρωτό- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πρωτό- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρωτό-, πρῶτο(ς) → δείτε και τη λέξη πρωτο-
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτό- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτό- στο Βικιλεξικό
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα πρωτό- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.