first

Αγγλικά (en)

Αριθμητικό

first (en)

  • πρώτος, μια σε ημερομηνία
    The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
    They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
    before the twenty first of May - πριν από τις είκοσι μία Μαΐου

Επίρρημα

first (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πρώτα, προηγουμένως, πρώτον, που είναι πριν από οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο· στην αρχή
    First we wash our hands and then we eat.
    Πρώτα πλένουμε τα χέρια και μετά τρώμε.
    In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
    Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.

Συνώνυμα

  • firstly

Εκφράσεις

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
first firsts

first (en)

  1. (με the) η πρώτη, το πρώτο πρόσωπο ή πράγμα που έρχεται ή συμβαίνει
    Be the first, then!
    Να γίνεις η πρώτη, τότε!
  2. (μη μετρήσιμο) η πρώτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.