prima
Γερμανικά
(de)
Προφορά
ⓘ
Επίρρημα
prima
(de)
τέλεια
,
ωραία
,
καταπληκτικά
Ινδονησιακά
(id)
Επίθετο
prima
(id)
πρώτος
Ισπανικά
(es)
Ετυμολογία
prima
,
θηλυκό
του
primo
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
prima
primas
prima
(es)
θηλυκό
ξαδέρφη
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
prima
<
primo
Επίρρημα
prima
(it)
πριν
Ίντο
(io)
Επίθετο
prima
(io)
πρώτος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.