πρῶτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πρῶτος | ἡ | πρώτη | τὸ | πρῶτον |
| γενική | τοῦ | πρώτου | τῆς | πρώτης | τοῦ | πρώτου |
| δοτική | τῷ | πρώτῳ | τῇ | πρώτῃ | τῷ | πρώτῳ |
| αιτιατική | τὸν | πρῶτον | τὴν | πρώτην | τὸ | πρῶτον |
| κλητική ὦ! | πρῶτε | πρώτη | πρῶτον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πρῶτοι | αἱ | πρῶται | τὰ | πρῶτᾰ |
| γενική | τῶν | πρώτων | τῶν | πρώτων | τῶν | πρώτων |
| δοτική | τοῖς | πρώτοις | ταῖς | πρώταις | τοῖς | πρώτοις |
| αιτιατική | τοὺς | πρώτους | τὰς | πρώτᾱς | τὰ | πρῶτᾰ |
| κλητική ὦ! | πρῶτοι | πρῶται | πρῶτᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρώτω | τὼ | πρώτᾱ | τὼ | πρώτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πρώτοιν | τοῖν | πρώταιν | τοῖν | πρώτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pr̥H-
Πηγές
- πρῶτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρῶτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.