πρῶτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πρῶτος πρώτη τὸ πρῶτον
      γενική τοῦ πρώτου τῆς πρώτης τοῦ πρώτου
      δοτική τῷ πρώτ τῇ πρώτ τῷ πρώτ
    αιτιατική τὸν πρῶτον τὴν πρώτην τὸ πρῶτον
     κλητική ! πρῶτε πρώτη πρῶτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πρῶτοι αἱ πρῶται τὰ πρῶτ
      γενική τῶν πρώτων τῶν πρώτων τῶν πρώτων
      δοτική τοῖς πρώτοις ταῖς πρώταις τοῖς πρώτοις
    αιτιατική τοὺς πρώτους τὰς πρώτᾱς τὰ πρῶτ
     κλητική ! πρῶτοι πρῶται πρῶτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πρώτω τὼ πρώτ τὼ πρώτω
      γεν-δοτ τοῖν πρώτοιν τοῖν πρώταιν τοῖν πρώτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pr̥H-

Επίθετο

πρῶτος, -η, -ον

πρῶτα / πρῶτον / πρώτως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.