επικεφαλής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπικεφαλῆς < ἐπὶ κεφαλῆς < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ κεφαλῆς < ελληνιστική κοινή ἐπὶ κεφαλῆς (στο κεφάλι), η φράση δηλώνει ηγετική ή αρχηγική θέση ήδη από την ελληνιστική κοινή περίοδο, ενώ η συνήθης σύνταξη με γενική πτώση πιθανώς οφείλεται σε επίδραση του γαλλικού en tête de...[1], ωστόσο κατ' άλλους θεωρείται μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête [2][3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐φα‐λής
Επίθετο
επικεφαλής άκλιτο
το επικεφαλής είναι άκλιτο : δείτε παραδείγματα
| παράδειγμα | αναλυτικά | παράδειγμα | αναλυτικά | ||
| πτώσεις | ενικός αριθμός | πληθυντικός αριθμός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ↓ | αρσενικό | ||||
| ονομ | ο επικεφαλής αρχηγός | ο αρχηγός που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής αρχηγοί | οι αρχηγοί που είναι επί της κεφαλής | |
| γεν | του επικεφαλής αρχηγού | του αρχηγού που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής αρχηγών | των αρχηγών που είναι επί της κεφαλής | |
| αιτ | τον επικεφαλής αρχηγό | τον αρχηγό που είναι επί της κεφαλής | τους επικεφαλής αρχηγούς | τους αρχηγούς που είναι επί της κεφαλής | |
| κλητ | ε, επικεφαλής αρχηγέ! | ε, αρχηγέ, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής αρχηγοί! | ε, αρχηγοί, που είστε επί της κεφαλής! | |
| ↓ | θηλυκό | ||||
| ονομ | η επικεφαλής καθηγήτρια | η καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής καθηγήτριες | οι καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
| γεν | της επικεφαλής καθηγήτριας | της καθηγήτριας που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής καθηγητριών | των καθηγητριών που είναι επί της κεφαλής | |
| αιτ | την επικεφαλής καθηγήτρια | την καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | τις επικεφαλής καθηγήτριες | τις καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
| κλητ | ε, επικεφαλής καθηγήτρια! | ε, καθηγήτρια, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής καθηγήτριες! | ε, καθηγήτριες, που είστε επί της κεφαλής! | |
| ↓ | ουδέτερο | ||||
| ονομ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
| γεν | του επικεφαλής τάγματος | του τάγματος που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής ταγμάτων | των ταγμάτων που είναι επί της κεφαλής | |
| αιτ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
| κλητ | ε, επικεφαλής τάγμα! | ε, τάγμα, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής τάγματα! | ε, τάγματα, που είστε επί της κεφαλής! | |
Επίρρημα
επικεφαλής
- κατέχοντας την αρχηγική, ηγετική, κυβερνητική ή/και καθοδηγητική θέση, στην πρώτη θέση ή σειρά
- ↪ Κατόπιν πολλής συζητήσεως ορίστηκε επικεφαλής της ιεραποστολής.
Μεταφράσεις
επίρρημα
|
|
Ουσιαστικό
επικεφαλής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που είναι επικεφαλής, που προΐσταται άλλων, που διοικεί
- ※ Οι στρατιωτικοί που είναι στη γραμμή ή επικεφαλής παρατεταγμένων τμημάτων, κάνουν τις ίδιες ενέργειες, που προαναφέρθηκαν, χωρίς όμως να βγάζουν τα γάντια.
- Στρατιωτικός Κανονισμός 20-1, Χαιρετισμός με χειραψία, παράγραφος 32
- ≈ συνώνυμα: συντονιστής/συντονίστρια, αρχηγός, ηγέτης, προϊστάμενος, διευθυντής
- ※ Οι στρατιωτικοί που είναι στη γραμμή ή επικεφαλής παρατεταγμένων τμημάτων, κάνουν τις ίδιες ενέργειες, που προαναφέρθηκαν, χωρίς όμως να βγάζουν τα γάντια.
Πηγές
- επικεφαλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεφαλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επικεφαλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.