μοναστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοναστικός | η | μοναστική | το | μοναστικό |
| γενική | του | μοναστικού | της | μοναστικής | του | μοναστικού |
| αιτιατική | τον | μοναστικό | τη | μοναστική | το | μοναστικό |
| κλητική | μοναστικέ | μοναστική | μοναστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοναστικοί | οι | μοναστικές | τα | μοναστικά |
| γενική | των | μοναστικών | των | μοναστικών | των | μοναστικών |
| αιτιατική | τους | μοναστικούς | τις | μοναστικές | τα | μοναστικά |
| κλητική | μοναστικοί | μοναστικές | μοναστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μοναστικός < ελληνιστική κοινή μοναστικός < μοναστής < μονάζω < αρχαία ελληνική μόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.