σύναξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύναξη | οι | συνάξεις |
| γενική | της | σύναξης* | των | συνάξεων |
| αιτιατική | τη | σύναξη | τις | συνάξεις |
| κλητική | σύναξη | συνάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύναξη < (ελληνιστική κοινή) σύναξις < συνάγω
Ουσιαστικό
σύναξη θηλυκό
- συγκέντρωση ανθρώπων
- (εκκλησιαστικός όρος) χριστιανική εορτή που αναφέρεται στη συγκέντρωση πιστών προς τιμήν ιερού προσώπου
- η Σύναξη της Θεοτόκου, η Σύναξη του Προδρόμου
Σύνθετα
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.