die
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | die |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | dies |
| αόριστος | died |
| παθητική μετοχή | died |
| ενεργητική μετοχή | dying |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
die (en)
Εκφράσεις
- die laughing
- die of something: πεθαίνω από άμεση αιτία (πχ παθολογική)
- die from something: πεθαίνω από κάτι που προκαλεί μία άμεση αιτία (πχ φυσικό ατύχημα που προκαλεί αιμορραγία ή καταστροφή ζωτικών οργάνων· πρόκληση σωματικής βλάβης [όμως προτιμώνται άλλες διατυπώσεις "died due to a first fight", "died by a bullet")
- die by the sword: πεθαίνω λόγω εμπλοκής σε βίαιο περιστατικό, -ά (όχι απαραιτήτως από σπαθί)
- die by gunshot, die by a bullet και για αδέσποτη σφαίρα be killed (die) by a stray bullet: κυριολεκτικά
Παράγωγα
Γερμανικά (de)
| πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | πληθυντικός |
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | der | die | das | die |
| γενική | des | der | des | der |
| δοτική | dem | der | dem | den |
| αιτιατική | den | die | das | die |
Προφορά
- ΔΦΑ : /diː/
- ⓘ
- ⓘ
Άρθρο
die (de)
Αντωνυμία
- (αναφορική)
- (δεικτική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.