πεθαμενατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεθαμενατζής οι πεθαμενατζήδες
      γενική του πεθαμενατζή των πεθαμενατζήδων
    αιτιατική τον πεθαμενατζή τους πεθαμενατζήδες
     κλητική πεθαμενατζή πεθαμενατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεθαμενατζής < πεθαμένος + -τζής

Ουσιαστικό

πεθαμενατζής αρσενικό

  1. (οικείο, επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος γραφείου κηδειών
  2. (οικείο, επάγγελμα) νεκροθάφτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.