ύπαρξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύπαρξη οι υπάρξεις
      γενική της ύπαρξης* των υπάρξεων
    αιτιατική την ύπαρξη τις υπάρξεις
     κλητική ύπαρξη υπάρξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπάρξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις

Ουσιαστικό

ύπαρξη θηλυκό

  1. το γεγονός του υπάρχω
    η ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη
  2. η ανθρώπινη ζωή, η υπόσταση
    τα μυστήρια της ύπαρξης
  3. κάθε ζωντανό ον και κυρίως ο άνθρωπος
    δυο νεαρές υπάρξεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.