ύπαρξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύπαρξη | οι | υπάρξεις |
| γενική | της | ύπαρξης* | των | υπάρξεων |
| αιτιατική | την | ύπαρξη | τις | υπάρξεις |
| κλητική | ύπαρξη | υπάρξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπάρξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις
Ουσιαστικό
ύπαρξη θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.