επίσημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίσημος | η | επίσημη | το | επίσημο |
| γενική | του | επίσημου | της | επίσημης | του | επίσημου |
| αιτιατική | τον | επίσημο | την | επίσημη | το | επίσημο |
| κλητική | επίσημε | επίσημη | επίσημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίσημοι | οι | επίσημες | τα | επίσημα |
| γενική | των | επίσημων | των | επίσημων | των | επίσημων |
| αιτιατική | τους | επίσημους | τις | επίσημες | τα | επίσημα |
| κλητική | επίσημοι | επίσημες | επίσημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσημος < ἐπί + σῆμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰyeh₂- (σημειώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐ση‐μος
- τονικό παρώνυμο: επισήμως
Επίθετο
επίσημος, -η, -ο
- που έχει δημόσιο και ίσως πανηγυρικό χαρακτήρα και διαστάσεις
- εορταστικός
- που είναι κατάλληλος για ξεχωριστή στιγμή
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.