μισοπεθαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισοπεθαμένος | η | μισοπεθαμένη | το | μισοπεθαμένο |
| γενική | του | μισοπεθαμένου | της | μισοπεθαμένης | του | μισοπεθαμένου |
| αιτιατική | τον | μισοπεθαμένο | τη | μισοπεθαμένη | το | μισοπεθαμένο |
| κλητική | μισοπεθαμένε | μισοπεθαμένη | μισοπεθαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισοπεθαμένοι | οι | μισοπεθαμένες | τα | μισοπεθαμένα |
| γενική | των | μισοπεθαμένων | των | μισοπεθαμένων | των | μισοπεθαμένων |
| αιτιατική | τους | μισοπεθαμένους | τις | μισοπεθαμένες | τα | μισοπεθαμένα |
| κλητική | μισοπεθαμένοι | μισοπεθαμένες | μισοπεθαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
- μισοζώντανος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.