εκδημώ
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκδημώ < αρχαία ελληνική ἐκδημέω
Ρήμα
εκδημώ
- φεύγω από κάπου για μακριά
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- ※ Ἐτελειώθη καὶ ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Kύριον. (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Βενετία 1819)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εκδημώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.