λειτουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειτουργία οι λειτουργίες
      γενική της λειτουργίας των λειτουργιών
    αιτιατική τη λειτουργία τις λειτουργίες
     κλητική λειτουργία λειτουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εκκλησία την ώρα της λειτουργίας

Ετυμολογία

λειτουργία < αρχαία ελληνική λειτουργία

Προφορά

ΔΦΑ : /li.tuɾˈʝi.a/

Ουσιαστικό

λειτουργία θηλυκό

  1. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εργάζεται ένα οργανωμένο σύστημα προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του
    η συνεργασία όλων μας είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας μας
  2. ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος, π.χ. το εξάρτημα μιας μηχανής ή ο τομέας ενός οργανισμού ή το όργανο του σώματος
    η λειτουργία της καρδιάς είναι να τροφοδοτεί τον οργανισμό με αίμα
    η λειτουργία της δευτερεύουσας πρότασης ως αντικειμένου του ρήματος
  3. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία μηχανή όταν δουλεύει
    πάτησε ένα κουμπί και έθεσε τον κινητήρα σε λειτουργία
  4. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία υπηρεσία ή ένα κατάστημα όταν εργάζεται, είναι ανοιχτό και δέχεται πελάτες
    ώρες λειτουργίας των καταστημάτων
  5. (θρησκεία) λατρευτική ιεροτελεστία της Εκκλησίας με κέντρο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
    Υπερώνυμα: ακολουθία
  6. (ιστορία) (Αρχαία Αθήνα) τιμητικός τρόπος φορολόγησης των πλούσιων πολιτών, μέσω της υποχρέωσής τους να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν έργα δημοσίου συμφέροντος, όπως διπλωματικές αποστολές, θεατρικές παραστάσεις, ναυπήγηση πολεμικών πλοίων

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λειτουργί αἱ λειτουργίαι
      γενική τῆς λειτουργίᾱς τῶν λειτουργιῶν
      δοτική τῇ λειτουργί ταῖς λειτουργίαις
    αιτιατική τὴν λειτουργίᾱν τὰς λειτουργίᾱς
     κλητική ! λειτουργί λειτουργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λειτουργί
γεν-δοτ τοῖν  λειτουργίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειτουργία < λειτουργός < λήϊτον (< λαός) + ἔργον

Ουσιαστικό

λειτουργία θηλυκό

  1. υπηρεσία προς τον δήμο
  2. (ιστορία) πολυέξοδη υπηρεσία που αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι των πολιτών (γυμνασιαρχία, χορηγία, ἑστίασις, ἀρχιθεωρία, τριηραρχία κ.ά.)
  3. βοήθεια
  4. (θρησκεία) υπηρεσία προς τον θεό
  5. (θρησκεία) δημόσια λατρεία των θεών
  6. (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) (θρησκεία) Θεία Λειτουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.