πεθαμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεθαμός οι πεθαμοί
      γενική του πεθαμού των πεθαμών
    αιτιατική τον πεθαμό τους πεθαμούς
     κλητική πεθαμέ πεθαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεθαμός < μεσαιωνική ελληνική ἀπεθαμός < ἀπεθαίνω (πεθαίνω), θέμα πεθαν- + -μα με αφομοίωση [nm] > [mm] και απλοποίηση [mm] > [m] [1]

Ουσιαστικό

πεθαμός αρσενικό

  1. (προφορικό, κυριολεκτικά) θάνατος
  2. (προφορικό, μεταφορικά) ό,τι μας κουράζει πολύ, μας βασανίζει

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.