αποθαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποθαίνω < αρχαία ελληνική ἀποθνήσκω με βάση το θέμα ἀποθαν-  και δείτε περισσότερα στο πεθαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈθe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαθαίνω

Ρήμα

αποθαίνω, πρτ.: απόθαινα, απαρ.: αποθάνει, αόρ.: απόθανα, μτχ.π.π.: αποθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • (ιδιωματικό, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του πεθαίνω
      ρεμπέτικο τραγούδι Ο Πρεζάκιας (1932;-1935) του Γιοβάν Τσαούς (τελευταία στροφή)
    Σαν αποθάνω φίλε μου
    έρχεται αστυνομία
    μετά το σκουπιδιάρικο
    και κάνει την κηδεία

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.