αρχαιοπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχαιοπρεπής | η | αρχαιοπρεπής | το | αρχαιοπρεπές |
| γενική | του | αρχαιοπρεπούς* | της | αρχαιοπρεπούς | του | αρχαιοπρεπούς |
| αιτιατική | τον | αρχαιοπρεπή | την | αρχαιοπρεπή | το | αρχαιοπρεπές |
| κλητική | αρχαιοπρεπή(ς) | αρχαιοπρεπής | αρχαιοπρεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχαιοπρεπείς | οι | αρχαιοπρεπείς | τα | αρχαιοπρεπή |
| γενική | των | αρχαιοπρεπών | των | αρχαιοπρεπών | των | αρχαιοπρεπών |
| αιτιατική | τους | αρχαιοπρεπείς | τις | αρχαιοπρεπείς | τα | αρχαιοπρεπή |
| κλητική | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπείς | αρχαιοπρεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχαιοπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχαιοπρεπής (αρχαιοπρεπής, κυρίως για λογοτεχνικά σχήματα) < αρχαία ελληνική ἀρχαιοπρεπής (σεβάσμιος, διαπρεπής)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐πρε‐πής
Επίθετο
αρχαιοπρεπής, -ής, -ές
- που μοιάζει με στοιχείο της αρχαιότητας, που μιμείται πρότυπα της αρχαιότητας
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αρχαιοπρέπεια
- αρχαιόπρεπος
- → και δείτε τις λέξεις αρχαίος και αρχαϊκός
- Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- αρχαιοπρεπής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.