πεθαμενατζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεθαμενατζίδικο | τα | πεθαμενατζίδικα |
| γενική | του | πεθαμενατζίδικου | των | πεθαμενατζίδικων |
| αιτιατική | το | πεθαμενατζίδικο | τα | πεθαμενατζίδικα |
| κλητική | πεθαμενατζίδικο | πεθαμενατζίδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεθαμενατζίδικο < πεθαμεναντζής + -ίδικο
Ουσιαστικό
πεθαμενατζίδικο ουδέτερο
- (οικείο) γραφείο κηδειών
- (σκωπτικά) πολύ μελαγχολική η βαριά μουσική
- (σκωπτικά) η ντεθ μέταλ
Μεταφράσεις
πεθαμενατζίδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.