ξυράφι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυράφι | τα | ξυράφια |
| γενική | του | ξυραφιού | των | ξυραφιών |
| αιτιατική | το | ξυράφι | τα | ξυράφια |
| κλητική | ξυράφι | ξυράφια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξυράφι < αρχαία ελληνικήξυρόν < ξυρῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈɾa.fi/
Ουσιαστικό

μια λεπίδα ξυραφιού
ξυράφι ουδέτερο και ξουράφι
- πολύ λεπτή παραλληλόγραμη λεπίδα από μέταλλο, κοφτερή στις δύο μεγάλες πλευρές της, η οποία χρησιμοποιείται για ξύρισμα
- (συνεκδοχικά) η συσκευή που περιέχει την παραπάνω λεπίδα, η ξυριστική μηχανή
- (μεταφορικά) ο πολύ έξυπνος άνθρωπος
Εκφράσεις
- στην κόψη του ξυραφιού (ή επί ξυρού ακμής) : σε οριακό σημείο
Μεταφράσεις
ξυράφι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.