ξουράφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξουράφι τα ξουράφια
      γενική του ξουραφιού των ξουραφιών
    αιτιατική το ξουράφι τα ξουράφια
     κλητική ξουράφι ξουράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξουράφι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξουράφι ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  ξυράφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.