ξυριστική μηχανή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυριστική μηχανή < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

ξυριστική μηχανή θηλυκό

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα και αποτελείται από μία λαβή και μία θέση στην οποία τοποθετούμε και στερεώνουμε ένα ξυραφάκι
  2. η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
  3. τυποποιημένη πλαστική ξυριστική μηχανή περιορισμένων χρήσεων με ενσωματωμένο ξυραφάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.