ξυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυρίζω < ελληνιστική < αρχαία ελληνική ξυρόν

Προφορά

ΔΦΑ : /ksiˈɾi.zo/

Ρήμα

ξυρίζω

  1. κόβω με ξυράφι τις τρίχες από διάφορα σημεία του σώματος
  2. περνάω ξυστά
  3. (μεταφορικά) φυσώ με πολλή ένταση ψυχρό άνεμο που τρυπάει το σώμα· λέγεται για αέρα

Εκφράσεις

  • στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό: δεν πρέπει να βιάζεται κάποιος να εξάγει συμπεράσματα για την έκβαση μιας κατάστασης

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.