ξυραφάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυραφάκι | τα | ξυραφάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ξυραφάκι | τα | ξυραφάκια |
| κλητική | ξυραφάκι | ξυραφάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξυραφάκι < ξυράφι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
ξυραφάκι ουδέτερο
- η αντικαταστάσιμη ατσάλινη, λεπτή, εύκαμπτη και πλατιά λάμα ξυριστικής μηχανής
- (κατ’ επέκταση) η τυποποιημένη και περιορισμένων χρήσεων ξυριστική μηχανή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξυράφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.