ξύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξύρισμα | τα | ξυρίσματα |
| γενική | του | ξυρίσματος | των | ξυρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξύρισμα | τα | ξυρίσματα |
| κλητική | ξύρισμα | ξυρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξύρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξύρισμα< ξυρίζω
Ουσιαστικό
ξύρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε
- το κόντρα ξύρισμα για μερικούς είναι πολύ επίπονο
- πήρα μια μηχανή ξυρίσματος με μπαταρία
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.