νύξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νῠκτ-
ονομαστική νύξ αἱ νύκτες
      γενική τῆς νυκτός τῶν νυκτῶν
      δοτική τῇ νυκτῐ́ ταῖς νυξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν νύκτ τὰς νύκτᾰς
     κλητική ! νύξ νύκτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νύκτε
γεν-δοτ τοῖν  νυκτοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'νύξ' όπως «νύξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νύξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nókʷts (νύχτα· Συγγενή: σανσκριτική नक्ति (nákti), λατινική nox (> αγγλική night)

Ουσιαστικό

νύξ, νυκτός θηλυκό

  1. η νύχτα ως περιοδος του 24ωρου
  2. (μεταφορικά) το σκοτάδι της νύχτας
  3. (μεταφορικά) η νύχτα, το φοβερό σκότος του θανάτου
  4. η δύση και ζόφος, αἱ δυσμαί, η εσπέρα
  5. Νύξ : θεά της νύχτας, θυγατέρα του Χάους

Εκφράσεις

  • νυκτός: η γενική χρησιμοποιείτο και επιρρηματικά: στη διάρκεια της νύκτας
  • μέσαι νύκτες και μέσων νυκτῶν: τα μεσάνυχτα, το μεσονύκτιο
  • ἀνά νύκτα : κατά τη νύκτα
  • διά νύκτα : καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας
  • πόρρω τῶν νυκτῶν : σε προχωρημένη ώρα της νύχτα, βαθιά νύχτα
  • τρίχα νυκτός: ("τρίχα" σήμαινε σε τρία ίσα κομμάτια) το τρίτο και τελευταίο κομμάτι της νύχτας, η τρίτη σκοπιά
  • νυκτὸς ἔτι : όσο ήταν ακόμα νύχτα
  • ἀκρόθι νυκτός : προς το χάραμα
  • νυκτὶ ἐοικώς : (σκοτεινός και φοβερός) σαν το σκοτάδι

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.