νύξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| νῠκτ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | νύξ | αἱ | νύκτες | |
| γενική | τῆς | νυκτός | τῶν | νυκτῶν | |
| δοτική | τῇ | νυκτῐ́ | ταῖς | νυξῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | νύκτᾰ | τὰς | νύκτᾰς | |
| κλητική ὦ! | νύξ | νύκτες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νύκτε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | νυκτοῖν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'νύξ' όπως «νύξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||

Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νύξ, νυκτός θηλυκό
Εκφράσεις
- νυκτός: η γενική χρησιμοποιείτο και επιρρηματικά: στη διάρκεια της νύκτας
- μέσαι νύκτες και μέσων νυκτῶν: τα μεσάνυχτα, το μεσονύκτιο
- ἀνά νύκτα : κατά τη νύκτα
- διά νύκτα : καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας
- πόρρω τῶν νυκτῶν : σε προχωρημένη ώρα της νύχτα, βαθιά νύχτα
- τρίχα νυκτός: ("τρίχα" σήμαινε σε τρία ίσα κομμάτια) το τρίτο και τελευταίο κομμάτι της νύχτας, η τρίτη σκοπιά
- νυκτὸς ἔτι : όσο ήταν ακόμα νύχτα
- ἀκρόθι νυκτός : προς το χάραμα
- νυκτὶ ἐοικώς : (σκοτεινός και φοβερός) σαν το σκοτάδι
Συγγενικά
- νυκτερίς
- νύκτερος
- νυκτερεύω περνώ τη νύχτα
- νυκτερευτικός
- νυκτερήσιος
- νυκτερινός
- νύκτιος
- νυκτερεία
- νυκτῷον
- νύκτωρ
- νυχεύω
- νύχευμα
- νύχιος
Σύνθετα
Πηγές
- νύξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νύξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.