night
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| night | nights |
Ετυμολογία
- night < μέση αγγλική night, nighte, nyght, naht < αγγλοσαξονική niht, neht, nyht, neaht < πρωτογερμανική *nahts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nókʷts (σκοτάδι)
Ουσιαστικό
night (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η νύχτα, νυχτερινός, το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου
Σημειώσεις
- λέμε: at night (την νύχτα)
- (γραμματική πρόθεση at)
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
-
night στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- night - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 98, 595. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποβραδίς, νύχτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.