νυκτίπλαγκτος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
νυκτίπλαγκτος
<
νύξ
+
πλάζω
Επίθετο
ὁ ἡ
νυκτίπλαγκτος
, το νυκτίπλαγκτον
που
ενοχλεί
μέσα στη νύχτα, ο
ανήσυχος
, που σε σηκώνει από το κρεβάτι του ύπνου και σε ανησυχεί
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.