νύκτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νύκτα οι νύκτες
      γενική της νύκτας των νυκτών
    αιτιατική τη νύκτα τις νύκτες
     κλητική νύκτα νύκτες
Και αρχαιοπρεπής γενική ενικού: νυκτός.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νύκτα (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική νύκτα < αρχαία ελληνική νύξ από την αιτιατική «τὴν νύκτα» [1]

Ουσιαστικό

νύκτα θηλυκό

  • (παρωχημένο) παλιότερη μορφή νύχτα που απαντά στην κοινή νεοελληνική μόνο σε εκφράσεις ή στο συνθετικό νυκτο-
      (καθαρεύουσα) Η τρικυμία εξακολουθεί. Εφθάσαμεν, αυθέντα μου καλέ μου. Έμβα μέσα. Την νύκτα, εις τα ξέσκεπα, με τόσην τρικυμίαν, δεν είναι άνθρωπος ν' αντέχη (Σαίξπηρ, Βασιλιάς Λήρ, μετάφραση: Δημήρτιος Βικέλας [μεταγραφή σε μονοτονικό)
      (καθαρεύουσα) Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα. Ἴσως εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὴν βαθεῖαν, θρηνώδη φωνὴν τοῦ σαλεπτσῆ ὅστις εἶχεν ἀρχίσει τὸ φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, νὰ κράζῃ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896)
      (καθαρεύουσα) Μπαρδόν, ποὺ δὲν σηκώνομαι - εἶπεν ὁ Στανᾶς πρὸς τὸν Τζανεράν, – ἀλλὰ βλέπεις σὲ τί χάλια εἶμαι, ἐπέρασα φρικτὴν νύκτα (Νικόλαος Ι. Σπανδωνής, Η Αθήνα μας. Σκηναί εκ του αθηναϊκού βίου, τόμ. 3, (Αθήνα, Γ.Δ. Φέξης, 1893), σελ. 211 [μεταγραφή σε μονοτονικό )

Εκφράσεις

  • ἐν μιᾷ νυκτί (εν μιά νυκτί)

Συγγενικά

θέμα νυκτ-:

θέμα νυχτ-:  δείτε τη λέξη νύχτα
Δεν σχετίζονται τα νυκτός, κατανυκτικός ( δείτε τη λέξη νύσσω)

  • Νύκτα (γυναικείο επώνυμο)
  • θέμα νυκτ- στα αρχαία ελληνικά:  δείτε τη λέξη νύξ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νυκτο- στο Βικιλεξικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νύκτα < αρχαία ελληνική νύξ από την αιτιατική «τὴν νύκτα» [1]

Ουσιαστικό

νύκτα ή νύχτα

  • νυκτή

Κλιτικοί τύποι

  • νύκτας, νυκτός, νυκτοῦ, νυκτοῦς (γενική ενικού)
  • νύκταν (αιτιατική ενικού)
  • νύκτας (αιτιατική πληθυντικού)

Συγγενικά

θέμα νυκτ-

  • νυκτο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νυκτο- στο Βικιλεξικό

όπως

  • νυκτοβαδίζω
  • νυκτοβραδιάζομαι
  • νυκτοκλέπτης
  • νυκτόμερο
  • νυκτοπάρωρο
  • νυκτοπεριπατῶ
  • νυκτοσυνοδιά

θέμα νυχτ-  δείτε τη λέξη νύχτα

Αναφορές

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νύκτα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.