σκοπιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκοπιά | οι | σκοπιές |
| γενική | της | σκοπιάς | των | σκοπιών |
| αιτιατική | τη | σκοπιά | τις | σκοπιές |
| κλητική | σκοπιά | σκοπιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκοπιά < αρχαία ελληνική σκοπιά < σκοπός < σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /skoˈpça/
Ουσιαστικό
σκοπιά θηλυκό
- η εποπτική θέση παρατήρησης, φύλαξης και φρούρησης μιας συγκεκριμένης περιοχής ή χώρου
- ο σχετικός χώρος που στέκεται ο σκοπός, ο φρουρός
- η υπηρεσία του σκοπού, η φρούρηση
- (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
- (μεταφορικά) η οπτική γωνία, η φιλοσοφική, πολιτική κ.ά. πλευρά ή θέση απ’ την οποία κάποιος βλέπει και προσεγγίζει τα πράγματα
- ≈ συνώνυμα: οπτική γωνία, πλευρά, πρίσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.