νυκτίφαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νυκτίφαντος | τὸ | νυκτίφαντον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νυκτιφάντου | τοῦ | νυκτιφάντου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νυκτιφάντῳ | τῷ | νυκτιφάντῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νυκτίφαντον | τὸ | νυκτίφαντον | ||
| κλητική ὦ! | νυκτίφαντε | νυκτίφαντον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νυκτίφαντοι | τὰ | νυκτίφαντᾰ | ||
| γενική | τῶν | νυκτιφάντων | τῶν | νυκτιφάντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νυκτιφάντοις | τοῖς | νυκτιφάντοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νυκτιφάντους | τὰ | νυκτίφαντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | νυκτίφαντοι | νυκτίφαντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτιφάντω | τὼ | νυκτιφάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νυκτιφάντοιν | τοῖν | νυκτιφάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- νυκτίφαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυκτίφαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.