νυκτερευτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- νυκτερευτικός < νυκτερεύω
Συγγενικά
- νυκτερεύω (διανυκτερεύω στη νεοελληνική)
- νυκτερευτής, αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει τη νύχτα
- νυκτερεία το νυχτερινό κυνήγι ή αλιεία/ψάρεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.